ἀτέρμων — without bound masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέρμονα — ἀτέρμων without bound neut nom/voc/acc pl ἀτέρμων without bound masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέρμονας — ἀτέρμων without bound masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέρμονες — ἀτέρμων without bound masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέρμονι — ἀτέρμων without bound dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέρμονος — ἀτέρμων without bound gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέρμοσι — ἀτέρμων without bound dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετότητα — Όρος που αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη ιδιότητα, η οποία αφορά ακέραιους αριθμούς και πολυώνυμα. Αν ν και μ είναι ακέραιοι αριθμοί, λέγεται ότι: ο ν είναι διαιρετός δια του μ, εάν (και μόνον εάν) υπάρχει ακέραιος ρ τέτοιος, ώστε να ισχύει: ν =… … Dictionary of Greek
κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… … Dictionary of Greek
ανυψωτήρες, ατέρμονες — Μηχανές που χρησιμοποιούνται για τη συνεχή ανύψωση υγρών και στερεώνουσιών και όταν ακόμα οι τελευταίες είναι σε κατάσταση σκόνης. Κατασκευάζονται σε διάφορους τύπους, ανάλογα με την κινητήρια δύναμη που χρησιμοποιείται: έτσι έχουμε α.α.… … Dictionary of Greek